πορφυρογέννητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πορφυρογέννητος η πορφυρογέννητη το πορφυρογέννητο
      γενική του πορφυρογέννητου της πορφυρογέννητης του πορφυρογέννητου
    αιτιατική τον πορφυρογέννητο την πορφυρογέννητη το πορφυρογέννητο
     κλητική πορφυρογέννητε πορφυρογέννητη πορφυρογέννητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πορφυρογέννητοι οι πορφυρογέννητες τα πορφυρογέννητα
      γενική των πορφυρογέννητων των πορφυρογέννητων των πορφυρογέννητων
    αιτιατική τους πορφυρογέννητους τις πορφυρογέννητες τα πορφυρογέννητα
     κλητική πορφυρογέννητοι πορφυρογέννητες πορφυρογέννητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πορφυρογέννητος < μεσαιωνική ελληνική πορφυρογέννητος < αρχαία ελληνική πορφύρα + γεννάω / γεννῶ

Επίθετο

πορφυρογέννητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.