αυτοκρατορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοκρατορικός | η | αυτοκρατορική | το | αυτοκρατορικό |
| γενική | του | αυτοκρατορικού | της | αυτοκρατορικής | του | αυτοκρατορικού |
| αιτιατική | τον | αυτοκρατορικό | την | αυτοκρατορική | το | αυτοκρατορικό |
| κλητική | αυτοκρατορικέ | αυτοκρατορική | αυτοκρατορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοκρατορικοί | οι | αυτοκρατορικές | τα | αυτοκρατορικά |
| γενική | των | αυτοκρατορικών | των | αυτοκρατορικών | των | αυτοκρατορικών |
| αιτιατική | τους | αυτοκρατορικούς | τις | αυτοκρατορικές | τα | αυτοκρατορικά |
| κλητική | αυτοκρατορικοί | αυτοκρατορικές | αυτοκρατορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοκρατορικός < ελληνιστική αὐτοκρατορικός < αὐτοκράτωρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.kɾa.to.ɾiˈkos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.