επεξεργασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επεξεργασία | οι | επεξεργασίες |
| γενική | της | επεξεργασίας | των | επεξεργασιών |
| αιτιατική | την | επεξεργασία | τις | επεξεργασίες |
| κλητική | επεξεργασία | επεξεργασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επεξεργασία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπεξεργασία & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική élaboration[1]. Για την επξεργασία σε υπολογιστή, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική processing ή editing. Μορφολογικά αναλύεται σε (επί) επ- + εξ- + εργασία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pe.kseɾ.ɣaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πε‐ξερ‐γα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία θηλυκό
- διόρθωση, τροποποίηση
- ενός έργου, μίας πνευματικής δημιουργίας, έτσι ώστε να πάρει την τελική του μορφή
- (πληροφορική) ενός αντικειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
- επεξεργασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.