πορφυρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
πορφυρώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πορφυρ(ῶ)/(όω) + -ώνω < πορφύρα[1]
Ρήμα
πορφυρώνω, αόρ.: πορφύρωσα
- (λογοτεχνικό) βάφω με πορφυρό χρώμα, κοκκινίζω κάτι
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, 10. Της αγάπης αίματα Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
- ※ ⌘ Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, 1959, 10. Της αγάπης αίματα Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
| Tης αγάπης αίματα | * | με πορφύρωσαν |
| Kαι χαρές ανείδωτες | * | με σκιάσανε |
| Oξειδώθηκα μες στη | * | νοτιά |
| * | των ανθρώπων | |
| Μακρινή Μητέρα | * | Pόδο μου Aμάραντο |
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πορφυρώνω | πορφύρωνα | θα πορφυρώνω | να πορφυρώνω | πορφυρώνοντας | |
| β' ενικ. | πορφυρώνεις | πορφύρωνες | θα πορφυρώνεις | να πορφυρώνεις | πορφύρωνε | |
| γ' ενικ. | πορφυρώνει | πορφύρωνε | θα πορφυρώνει | να πορφυρώνει | ||
| α' πληθ. | πορφυρώνουμε | πορφυρώναμε | θα πορφυρώνουμε | να πορφυρώνουμε | ||
| β' πληθ. | πορφυρώνετε | πορφυρώνατε | θα πορφυρώνετε | να πορφυρώνετε | πορφυρώνετε | |
| γ' πληθ. | πορφυρώνουν(ε) | πορφύρωναν πορφυρώναν(ε) |
θα πορφυρώνουν(ε) | να πορφυρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πορφύρωσα | θα πορφυρώσω | να πορφυρώσω | πορφυρώσει | ||
| β' ενικ. | πορφύρωσες | θα πορφυρώσεις | να πορφυρώσεις | πορφύρωσε | ||
| γ' ενικ. | πορφύρωσε | θα πορφυρώσει | να πορφυρώσει | |||
| α' πληθ. | πορφυρώσαμε | θα πορφυρώσουμε | να πορφυρώσουμε | |||
| β' πληθ. | πορφυρώσατε | θα πορφυρώσετε | να πορφυρώσετε | πορφυρώστε | ||
| γ' πληθ. | πορφύρωσαν πορφυρώσαν(ε) |
θα πορφυρώσουν(ε) | να πορφυρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πορφυρώσει | είχα πορφυρώσει | θα έχω πορφυρώσει | να έχω πορφυρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πορφυρώσει | είχες πορφυρώσει | θα έχεις πορφυρώσει | να έχεις πορφυρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πορφυρώσει | είχε πορφυρώσει | θα έχει πορφυρώσει | να έχει πορφυρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πορφυρώσει | είχαμε πορφυρώσει | θα έχουμε πορφυρώσει | να έχουμε πορφυρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πορφυρώσει | είχατε πορφυρώσει | θα έχετε πορφυρώσει | να έχετε πορφυρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πορφυρώσει | είχαν πορφυρώσει | θα έχουν πορφυρώσει | να έχουν πορφυρώσει |
| |
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
πορφυρώνω
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.