πορφυρών

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πορφυρών θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πορφυρών

  1. γενική πληθυντικού του πορφυρός
  2. γενική πληθυντικού του πορφυρή
  3. γενική πληθυντικού του πορφυρό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.