χρυσοπόρφυρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χρυσοπόρφυρος | η | χρυσοπόρφυρη | το | χρυσοπόρφυρο |
| γενική | του | χρυσοπόρφυρου | της | χρυσοπόρφυρης | του | χρυσοπόρφυρου |
| αιτιατική | τον | χρυσοπόρφυρο | τη | χρυσοπόρφυρη | το | χρυσοπόρφυρο |
| κλητική | χρυσοπόρφυρε | χρυσοπόρφυρη | χρυσοπόρφυρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χρυσοπόρφυροι | οι | χρυσοπόρφυρες | τα | χρυσοπόρφυρα |
| γενική | των | χρυσοπόρφυρων | των | χρυσοπόρφυρων | των | χρυσοπόρφυρων |
| αιτιατική | τους | χρυσοπόρφυρους | τις | χρυσοπόρφυρες | τα | χρυσοπόρφυρα |
| κλητική | χρυσοπόρφυροι | χρυσοπόρφυρες | χρυσοπόρφυρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χρυσοπόρφυρος < μεσαιωνική ελληνική χρυσοπόρφυρος < αρχαία ελληνική χρυσοῦς + -ο- + πορφύρα + -ος
Μεταφράσεις
χρυσοπόρφυρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.