συμμετέχω

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

συμμετέχω < αρχαία ελληνική συμμετέχω < σύν + μετέχω < μετά + ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

Ρήμα

συμμετέχω

  1. παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με άλλους
  2. παρίσταμαι σε ενέργειες, εκδηλώσεις κ.λπ.
  3. επιδρώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.