συμμετέχω
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
Συγγενικά
- συμμετέχων
- συμμετοχή
- συμμετοχικά
- συμμετοχικός
- συμμέτοχος
- → δείτε τις λέξεις μετέχω και έχω
Μεταφράσεις
συμμετέχω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.