plecy
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈplɛt͡s̑ɨ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
plecy (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- η πλάτη με τις έννοιες:
- (ανατομία) το πίσω μέρος του ανθρώπινου σώματος από τη μέση μέχρι τον αυχένα
- το πίσω μέρος κάποιου ρούχου
- (μεταφορικά) οι πλάτες (η υποστήριξη)
Συγγενικά
- plecak
- plecówka
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.