ερεισίνωτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ερεισίνωτο | τα | ερεισίνωτα |
| γενική | του | ερεισίνωτου | των | ερεισίνωτων |
| αιτιατική | το | ερεισίνωτο | τα | ερεισίνωτα |
| κλητική | ερεισίνωτο | ερεισίνωτα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερεισίνωτο < καθαρεύουσα ἐρεισίνωτον με κατάληξη -ο της δημοτικής < αρχαία ελληνική ἐρείδω (στηρίζω πάνω σε κάτι, ακουμπώ) + νῶτον (πλάτη) (νεολογισμός του 19ου αιώνα)
Ουσιαστικό
ερεισίνωτο ουδέτερο (σπάνιο, λόγιο)
- η πλάτη, η ράχη ενός καθίσματος
- (νεολογισμός) ειδικό στήριγμα πλάτης (ή ποδιών) με ειδικό μηχανισμό που προσδίδει την επιθυμητή κλίση (0 έως 90 μοιρών) ώστε κάποιος (συνήθως κλινήρης ασθενής) να μπορεί να φέρεται σε καθιστή θέση. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και για να ανασηκώνονται σε κάποια κλίση και τα πόδια. Επίσης χρησιμοποιείται και από υγιείς, π.χ. σε πλαζ, σαν μισό κάθισμα για τη στήριξη της πλάτης.
Μεταφράσεις
ερεισίνωτο
|
|
Πηγές
- λήμμα ερεισίνωτο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- λήμμα ἐρεισίνωτον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.