νώτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νώτα
      γενική των νώτων
    αιτιατική τα νώτα
     κλητική νώτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νώτα < αρχαία ελληνική νῶτα

Ουσιαστικό

νώτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (ανατομία) η πλάτη
  2. (στρατιωτικός όρος) το πίσω μέρος μιας στρατιωτικής παράταξης

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.