πλάθω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλάθω < αρχαία ελληνική πλάσσω < πρωτοελληνική *pláťťō < προελληνικό *platʰyō
Ρήμα
πλάθω, πρτ.: έπλαθα, στ.μέλλ.: θα πλάσω, αόρ.: έπλασα, παθ.φωνή: πλάθομαι, μτχ.π.π.: πλασμένος
- δίνω ορισμένη μορφή με τα χέρια μου σε ένα σχετικά μαλακό υλικό
- Στην κουζίνα η νοικοκυρά πλάθει πολλά και διάφορα: κουλουράκια, σκαλτσούνια, λογιών-λογιών κεφτέδες, γιουβαρλάκια και πάει λέγοντας.
- (παθητική φωνή) Στην κεραμική ο τροχός σήμανε επανάσταση, γιατί επέτρεψε να πλάθονται ταχύτατα τα πήλινα σκεύη.
- Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη ο Θεός έπλασε τον κόσμο σε έξι μέρες, γιαυτό λέγεται και Πλάστης, το δε δημούργημά του πλάση.
- (παθ.μτχ.) Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος! (ειρωνικά)
- δημιουργώ κάτι με τη φαντασία μου, επινοώ
- Για να δικαιολογήσει την απουσία του, έπλασε ιστορίες γι' αγρίους.
- Στους «Αθλίους» ο Ουγκώ έπλασε χαρακτήρες που μένουν αξέχαστοι στον αναγνώστη.
- επηρεάζω καθοριστικά με την παρουσία, τη διδασκαλία και το παράδειγμα μου
- Η «Διάπλαση των Παίδων» του Ξενόπουλου σκοπό είχε να πλάσει τα ελληνόπουλα έτσι ώστε να γίνουν άνθρωποι χαρούμενοι, ενεργητικοί και δημιουργικοί.
- (παθητική φωνή) Ο Δάλαϊ Λάμα γεννιέται τέτοιος αλλά και πλάθεται -και μάλιστα από τα παιδικά του χρόνια- για να γίνει τέτοιος.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- πλάσμα
- πλασματάκι
- πλασματικός
- πλασμένος
- πλασμώδιο
- πλαστελίνη
- πλαστικός
- πλαστικό
- πλαστικότητα
- πλάση
- πλάστης
- Πλάστης
- άπλαστος
- απλαστικός
- εύπλαστος
- πλάσιμο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλάθω | έπλαθα | θα πλάθω | να πλάθω | πλάθοντας | |
| β' ενικ. | πλάθεις | έπλαθες | θα πλάθεις | να πλάθεις | πλάθε | |
| γ' ενικ. | πλάθει | έπλαθε | θα πλάθει | να πλάθει | ||
| α' πληθ. | πλάθουμε | πλάθαμε | θα πλάθουμε | να πλάθουμε | ||
| β' πληθ. | πλάθετε | πλάθατε | θα πλάθετε | να πλάθετε | πλάθετε | |
| γ' πληθ. | πλάθουν(ε) | έπλαθαν πλάθαν(ε) |
θα πλάθουν(ε) | να πλάθουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπλασα | θα πλάσω | να πλάσω | πλάσει | ||
| β' ενικ. | έπλασες | θα πλάσεις | να πλάσεις | πλάσε | ||
| γ' ενικ. | έπλασε | θα πλάσει | να πλάσει | |||
| α' πληθ. | πλάσαμε | θα πλάσουμε | να πλάσουμε | |||
| β' πληθ. | πλάσατε | θα πλάσετε | να πλάσετε | πλάστε | ||
| γ' πληθ. | έπλασαν πλάσαν(ε) |
θα πλάσουν(ε) | να πλάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλάσει | είχα πλάσει | θα έχω πλάσει | να έχω πλάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλάσει | είχες πλάσει | θα έχεις πλάσει | να έχεις πλάσει | έχε πλασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πλάσει | είχε πλάσει | θα έχει πλάσει | να έχει πλάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλάσει | είχαμε πλάσει | θα έχουμε πλάσει | να έχουμε πλάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλάσει | είχατε πλάσει | θα έχετε πλάσει | να έχετε πλάσει | έχετε πλασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πλάσει | είχαν πλάσει | θα έχουν πλάσει | να έχουν πλάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πλασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πλασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πλασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πλασμένο | |||||
Μεταφράσεις
πλάθω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.