άπλαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπλαστος η άπλαστη το άπλαστο
      γενική του άπλαστου της άπλαστης του άπλαστου
    αιτιατική τον άπλαστο την άπλαστη το άπλαστο
     κλητική άπλαστε άπλαστη άπλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπλαστοι οι άπλαστες τα άπλαστα
      γενική των άπλαστων των άπλαστων των άπλαστων
    αιτιατική τους άπλαστους τις άπλαστες τα άπλαστα
     κλητική άπλαστοι άπλαστες άπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπλαστος < (ελληνιστική κοινή) ἄπλαστος, μορφολογικά αναλύεται α- στερητικό + -πλαστος

Επίθετο

άπλαστος

  • που δεν έχει πλαστεί ή δεν μπορεί να πλαστεί
      Από όλους αυτούς, ο Μπρέχτ δανείστηκε πολλά, συμπλήρωσε τά όσα ό Μπύχνερ καί ο Βέντεκιντ τού έδωσαν άπλαστα, πρωτόχυτα. (Επιθεώρηση Τέχνης, αρ. 83, Νοέμβριος 1961, σελ. 454 )

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.