εύπλαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εύπλαστος | η | εύπλαστη | το | εύπλαστο |
| γενική | του | εύπλαστου | της | εύπλαστης | του | εύπλαστου |
| αιτιατική | τον | εύπλαστο | την | εύπλαστη | το | εύπλαστο |
| κλητική | εύπλαστε | εύπλαστη | εύπλαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εύπλαστοι | οι | εύπλαστες | τα | εύπλαστα |
| γενική | των | εύπλαστων | των | εύπλαστων | των | εύπλαστων |
| αιτιατική | τους | εύπλαστους | τις | εύπλαστες | τα | εύπλαστα |
| κλητική | εύπλαστοι | εύπλαστες | εύπλαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εύπλαστος < αρχαία ελληνικήεὔπλαστος < εὖ + πλάσσω
Επίθετο
εύπλαστος, -η, -ο
- που μπορείς να τον πλάσεις εύκολα, να του δώσεις όποιο σχήμα θέλεις
- η πλαστελίνη είναι εύπλαστο υλικό
- (μεταφορικά) που μπορείς να τον διαμορφώσεις εύκολα
- οι εύπλαστες παιδικές ψυχές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.