εύπλαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύπλαστος η εύπλαστη το εύπλαστο
      γενική του εύπλαστου της εύπλαστης του εύπλαστου
    αιτιατική τον εύπλαστο την εύπλαστη το εύπλαστο
     κλητική εύπλαστε εύπλαστη εύπλαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύπλαστοι οι εύπλαστες τα εύπλαστα
      γενική των εύπλαστων των εύπλαστων των εύπλαστων
    αιτιατική τους εύπλαστους τις εύπλαστες τα εύπλαστα
     κλητική εύπλαστοι εύπλαστες εύπλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εύπλαστος < αρχαία ελληνικήεὔπλαστος < εὖ + πλάσσω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈef.pla.stos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ˈef.pla.sti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ˈef.pla.sto/ ουδέτερο

Επίθετο

εύπλαστος, -η, -ο

  1. που μπορείς να τον πλάσεις εύκολα, να του δώσεις όποιο σχήμα θέλεις
    η πλαστελίνη είναι εύπλαστο υλικό
  2. (μεταφορικά) που μπορείς να τον διαμορφώσεις εύκολα
    οι εύπλαστες παιδικές ψυχές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.