αναπλάθω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπλάθω < αρχαία ελληνική ἀναπλάσσω (ξανασχηματίζω)

Ρήμα

αναπλάθω

  1. αλλάζω κάτι ή κάποιον ριζικά, σχεδόν ξαναφτιάχνω κάτι ή κάποιον
  2. ξαναφέρνω στο μυαλό μου αναμνήσεις, τις ξαναζώ, τις ξαναζωντανεύω μέσα στο νου μου

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • χρησιμοποιείται κυρίως με τη θετική έννοια, δηλαδή για κάτι που αλλάζουμε με στόχο τη καλυτέρευσή του.

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.