διδασκαλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διδασκαλία | οι | διδασκαλίες |
| γενική | της | διδασκαλίας | των | διδασκαλιών |
| αιτιατική | τη | διδασκαλία | τις | διδασκαλίες |
| κλητική | διδασκαλία | διδασκαλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διδασκαλία < αρχαία ελληνική διδασκαλία
Ουσιαστικό
διδασκαλία θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος διδάσκω
- ο δάσκαλος αφιέρωσε δύο ώρες σήμερα στη διδασκαλία των μαθηματικών
- αυτό που διδάσκει κάποιος, ένα σύστημα ιδεών ή αντιλήψεων
- η αγάπη είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Ιησού
- η σκηνοθεσία αρχαίου δράματος
Συγγενικά
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.