διδασκαλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διδασκαλία οι διδασκαλίες
      γενική της διδασκαλίας των διδασκαλιών
    αιτιατική τη διδασκαλία τις διδασκαλίες
     κλητική διδασκαλία διδασκαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδασκαλία < αρχαία ελληνική διδασκαλία

Ουσιαστικό

διδασκαλία θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος διδάσκω
    ο δάσκαλος αφιέρωσε δύο ώρες σήμερα στη διδασκαλία των μαθηματικών
  2. αυτό που διδάσκει κάποιος, ένα σύστημα ιδεών ή αντιλήψεων
    η αγάπη είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του Ιησού
  3. η σκηνοθεσία αρχαίου δράματος

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.