πλαστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλαστικότητα | οι | πλαστικότητες |
| γενική | της | πλαστικότητας | των | πλαστικοτήτων |
| αιτιατική | την | πλαστικότητα | τις | πλαστικότητες |
| κλητική | πλαστικότητα | πλαστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλαστικότητα < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.