-πλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -πλασία οι -πλασίες
      γενική της -πλασίας των -πλασιών
    αιτιατική τη(ν) -πλασία τις -πλασίες
     κλητική -πλασία -πλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-πλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική -plasia < αρχαία ελληνική πλάσ(ις) + -ία < πλάσσω (πλάθω) [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /plaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -πλασία
τονικό παρώνυμο: -πλάσια

Επίθημα

-πλασία

Συγγενικά

Αναφορές

  1. -πλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. -πλασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. όπως σημειώσεις στο αρτοπλασία -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -πλασί αἱ -πλασίαι
      γενική τῆς -πλασίᾱς τῶν -πλασιῶν
      δοτική τῇ -πλασί ταῖς -πλασίαις
    αιτιατική τὴν -πλασίᾱν τὰς -πλασίᾱς
     κλητική ! -πλασί -πλασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -πλασί
γεν-δοτ τοῖν  -πλασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-πλασία < πλάσ(ις) + -ία < πλάσσω (πλάθω). Δείτε και -πλαστία

Επίθημα

-πλασία, -ας

Συγγενικά

  • -πλασμα
  • -πλαστέω  και δείτε -πλάσσω
  • -πλάστης
  • -πλαστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.