πλασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλασμένος η πλασμένη το πλασμένο
      γενική του πλασμένου της πλασμένης του πλασμένου
    αιτιατική τον πλασμένο την πλασμένη το πλασμένο
     κλητική πλασμένε πλασμένη πλασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλασμένοι οι πλασμένες τα πλασμένα
      γενική των πλασμένων των πλασμένων των πλασμένων
    αιτιατική τους πλασμένους τις πλασμένες τα πλασμένα
     κλητική πλασμένοι πλασμένες πλασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πλάθω

Μετοχή

πλασμένος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.