πλασμώδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλασμώδιο τα πλασμώδια
      γενική του πλασμωδίου
& πλασμώδιου
των πλασμωδίων
    αιτιατική το πλασμώδιο τα πλασμώδια
     κλητική πλασμώδιο πλασμώδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλασμώδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική plasmodium[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική plasmode[2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική plasmodium[2] < αρχαία ελληνική πλάσμα < πλάθω

Ουσιαστικό

πλασμώδιο ουδέτερο

  1. είδος πολυπύρηνου κυττάρου
  2. (βιολογία) γένος παρασίτων του αίματος που προκαλούν την ελονοσία
    Το πλασμώδιο του Λαβεράν, η αιτία της ελονοσίας στον άνθρωπο, ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Γάλλου στρατιωτικού γιατρού Λαβεράν που το ανακάλυψε το 1880 στην Αλγερία.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

είναι μονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισμός

  1. πλασμώδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πλασμώδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.