πλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλάστης | οι | πλάστες |
| γενική | του | πλάστη | των | πλαστών |
| αιτιατική | τον | πλάστη | τους | πλάστες |
| κλητική | πλάστη | πλάστες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλά‐στης
Ετυμολογία 1
- πλάστης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλάστης (αρχαία σημασία: αυτός που φτιάχνει καλούπια)
Ουσιαστικό
πλάστης αρσενικό (θηλυκό πλάστρια)
- αυτός που δημιουργεί
- (επάγγελμα) ο εργάτης που ασχολείται με το πλάσιμο ειδών (κυρίως) από ζύμη
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πλάστης στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
εργάτης που ασχολείται με το πλάσιμο
|
|
Μεταφράσεις
εργαλείο
|
Πηγές
- πλάστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλάστης | οἱ | πλάσται |
| γενική | τοῦ | πλάστου | τῶν | πλαστῶν |
| δοτική | τῷ | πλάστῃ | τοῖς | πλάσταις |
| αιτιατική | τὸν | πλάστην | τοὺς | πλάστᾱς |
| κλητική ὦ! | πλάστᾰ | πλάσται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλάστᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλάσταιν | ||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλάστης αρσενικό
- αυτός που φτιάχνει καλούπια
- ※ 1ος/2ος αιώνας κε ⌘ Πλούταρχος, Περικλής, 12.6@scaife.perseus
- ὅπου γὰρ ὕλη μὲν ἦν λίθος, χαλκός, ἐλέφας, χρυσός, ἔβενος, κυπάρισσος, αἱ δὲ ταύτην ἐκπονοῦσαι καὶ κατεργαζόμεναι τέχναι, τέκτονες, πλάσται, χαλκοτύποι, λιθουργοί, βαφεῖς, χρυσοῦ μαλακτῆρες καὶ ἐλέφαντος, ζωγράφοι, ποικιλταί, τορευταί, πομποὶ δὲ τούτων καὶ κομιστῆρες, ἔμποροι καὶ ναῦται καὶ κυβερνῆται κατὰ θάλατταν,
- (ελληνιστική σημασία) ο δημιουργός, ο πλάστης
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πλάστης στο Βικιλεξικό
Πηγές
- πλάστης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλάστης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
