πλάσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλάσμα | τα | πλάσματα |
| γενική | του | πλάσματος | των | πλασμάτων |
| αιτιατική | το | πλάσμα | τα | πλάσματα |
| κλητική | πλάσμα | πλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Πλάσμα αίματος

Κοπή μετάλλου με πλάσμα
Ετυμολογία
- πλάσμα < αρχαία ελληνική πλάσμα < πλάσσω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.zma/
Ουσιαστικό
πλάσμα ουδέτερο
- ον, ζωντανός οργανισμός
- δημιούργημα
- πλάσμα της φαντασίας
- πολύ όμορφη γυναίκα
- (φυσική) κατάσταση της ύλης
- ιονιμένα ή καιόμενα αέρια
- υποκίτρινο υγρό αίματος
Συγγενικά
- πλάθω
- πλασματάκι
- πλασματικός
- πλασμώδιο
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.