Πλάστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πλάστης | οι | Πλάστηδες |
| γενική | του | Πλάστη | των | Πλάστηδων |
| αιτιατική | τον | Πλάστη | τους | Πλάστηδες |
| κλητική | Πλάστη | Πλάστηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πλάστης < πλάστης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Plastis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.