πλαστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλαστικός η πλαστική το πλαστικό
      γενική του πλαστικού της πλαστικής του πλαστικού
    αιτιατική τον πλαστικό την πλαστική το πλαστικό
     κλητική πλαστικέ πλαστική πλαστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλαστικοί οι πλαστικές τα πλαστικά
      γενική των πλαστικών των πλαστικών των πλαστικών
    αιτιατική τους πλαστικούς τις πλαστικές τα πλαστικά
     κλητική πλαστικοί πλαστικές πλαστικά
η κλίση του θηλυκού όπως το γλυκός θεωρείται αδόκιμη
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλαστικός < αρχαία ελληνική πλαστικός

Επίθετο

πλαστικός

  1. που αποτελείται από πλαστικό (υλικό)
  2. (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλαστικός < πλάσσω

Επίθετο

πλαστικός

  1. αυτός που μπορεί να διαμορφωθεί ή να διαμορφώσει
  2. (για τις τέχνες) που διαμορφώνουν κάποιο υλικό
  3. (για ανθρώπους) που είναι προικισμένος στις πλαστικές τέχνες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.