πλάσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλάσιμο τα πλασίματα
      γενική του πλασίματος των πλασιμάτων
    αιτιατική το πλάσιμο τα πλασίματα
     κλητική πλάσιμο πλασίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλάσιμο < θέμα πλασ- του ρήματος πλάθω + -ιμο

Ουσιαστικό

πλάσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του πλάθω
  2. (μεταφορικά) επινόηση, δημιουργία
  3. (μεταφορικά) (για χαρακτήρα, ήθος, προσωπικότητα, κ.α.) διαμόρφωση
     συνώνυμα: διαμόρφωση, διάπλαση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.