dummy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

dummy (en)

  1. ένας σιωπηλός άνθρωπος
  2. ο χαζός άνθρωπος
  3. η κούκλα ενός εγγαστρίμυθου
  4. το ομοίωμα μιας συσκευής που εκτίθεται σε ένα κατάστημα
  5. (Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) η πιπίλα του μωρού
    συνώνυμα: pacifier (ΗΠΑ), soother (Καναδάς)
  6. η προσποίηση ενός παίκτη σε άθλημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.