βυζαίνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βυζαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βυζάνω < βυζ(ί) + -άνω (> -αίνω) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /viˈze.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βυ‐ζαί‐νω
Ρήμα
βυζαίνω, αόρ.: βύζαξα/(βύζασα), παθ.φωνή: βυζαίνομαι, π.αόρ.: βυζάχτηκα/(βυζάστηκα), μτχ.π.π.: βυζαγμένος/(βυζασμένος)
Κλίση
- «κλίση 'αγγίζω'» με διπλούς τύπους → λείπει η κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυζαίνω | βύζαινα | θα βυζαίνω | να βυζαίνω | βυζαίνοντας | |
| β' ενικ. | βυζαίνεις | βύζαινες | θα βυζαίνεις | να βυζαίνεις | βύζαινε | |
| γ' ενικ. | βυζαίνει | βύζαινε | θα βυζαίνει | να βυζαίνει | ||
| α' πληθ. | βυζαίνουμε | βυζαίναμε | θα βυζαίνουμε | να βυζαίνουμε | ||
| β' πληθ. | βυζαίνετε | βυζαίνατε | θα βυζαίνετε | να βυζαίνετε | βυζαίνετε | |
| γ' πληθ. | βυζαίνουν(ε) | βύζαιναν βυζαίναν(ε) |
θα βυζαίνουν(ε) | να βυζαίνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βύζαξα | θα βυζάξω | να βυζάξω | βυζάξει | ||
| β' ενικ. | βύζαξες | θα βυζάξεις | να βυζάξεις | βύζαξε | ||
| γ' ενικ. | βύζαξε | θα βυζάξει | να βυζάξει | |||
| α' πληθ. | βυζάξαμε | θα βυζάξουμε | να βυζάξουμε | |||
| β' πληθ. | βυζάξατε | θα βυζάξετε | να βυζάξετε | βυζάξετε | ||
| γ' πληθ. | βύζαξαν βυζάξαν(ε) |
θα βυζάξουν(ε) | να βυζάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βυζάξει | είχα βυζάξει | θα έχω βυζάξει | να έχω βυζάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις βυζάξει | είχες βυζάξει | θα έχεις βυζάξει | να έχεις βυζάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει βυζάξει | είχε βυζάξει | θα έχει βυζάξει | να έχει βυζάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυζάξει | είχαμε βυζάξει | θα έχουμε βυζάξει | να έχουμε βυζάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε βυζάξει | είχατε βυζάξει | θα έχετε βυζάξει | να έχετε βυζάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυζάξει | είχαν βυζάξει | θα έχουν βυζάξει | να έχουν βυζάξει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βυζαίνομαι | βυζαινόμουν(α) | θα βυζαίνομαι | να βυζαίνομαι | ||
| β' ενικ. | βυζαίνεσαι | βυζαινόσουν(α) | θα βυζαίνεσαι | να βυζαίνεσαι | ||
| γ' ενικ. | βυζαίνεται | βυζαινόταν(ε) | θα βυζαίνεται | να βυζαίνεται | ||
| α' πληθ. | βυζαινόμαστε | βυζαινόμαστε βυζαινόμασταν |
θα βυζαινόμαστε | να βυζαινόμαστε | ||
| β' πληθ. | βυζαίνεστε | βυζαινόσαστε βυζαινόσασταν |
θα βυζαίνεστε | να βυζαίνεστε | (βυζαίνεστε) | |
| γ' πληθ. | βυζαίνονται | βυζαίνονταν βυζαινόντουσαν |
θα βυζαίνονται | να βυζαίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βυζάχτηκα | θα βυζαχτώ | να βυζαχτώ | βυζαχτεί | ||
| β' ενικ. | βυζάχτηκες | θα βυζαχτείς | να βυζαχτείς | βυζάξου | ||
| γ' ενικ. | βυζάχτηκε | θα βυζαχτεί | να βυζαχτεί | |||
| α' πληθ. | βυζαχτήκαμε | θα βυζαχτούμε | να βυζαχτούμε | |||
| β' πληθ. | βυζαχτήκατε | θα βυζαχτείτε | να βυζαχτείτε | βυζαχτείτε | ||
| γ' πληθ. | βυζάχτηκαν βυζαχτήκαν(ε) |
θα βυζαχτούν(ε) | να βυζαχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω βυζαχτεί | είχα βυζαχτεί | θα έχω βυζαχτεί | να έχω βυζαχτεί | βυζαγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις βυζαχτεί | είχες βυζαχτεί | θα έχεις βυζαχτεί | να έχεις βυζαχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει βυζαχτεί | είχε βυζαχτεί | θα έχει βυζαχτεί | να έχει βυζαχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε βυζαχτεί | είχαμε βυζαχτεί | θα έχουμε βυζαχτεί | να έχουμε βυζαχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε βυζαχτεί | είχατε βυζαχτεί | θα έχετε βυζαχτεί | να έχετε βυζαχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν βυζαχτεί | είχαν βυζαχτεί | θα έχουν βυζαχτεί | να έχουν βυζαχτεί | ||
Αναφορές
- βυζαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βυζί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.