υποκατάστατο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υποκατάστατο | τα | υποκατάστατα |
| γενική | του | υποκατάστατου | των | υποκατάστατων |
| αιτιατική | το | υποκατάστατο | τα | υποκατάστατα |
| κλητική | υποκατάστατο | υποκατάστατα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποκατάστατο < ελληνιστική κοινή ὑποκατάστατον, ουδέτερο του ὑποκατάστατος ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Ersatz[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.kaˈta.sta.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐κα‐τά‐στα‐το
Συγγενικά
- υποκατάστατος
- → δείτε τη λέξη υποκαθιστώ
Μεταφράσεις
- υποκατάστατος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.