πιπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πιπίζω < (ηχομιμητική λέξη) (πι)
Ρήμα
πιπίζω
- (συνήθως για πουλιά) βγάζω φωνή που ακούγεται σαν να επαναλαμβάνω το πι
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- ο Μπαμπινιώτης το γράφει με δύο π: πιππίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.