πιπιλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πιπιλίζω < μεσαιωνική ελληνική πιπιλίζω[1] < λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo[2]
Βρέφος που πιπιλίζει το δάχτυλό του.

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.piˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πιπιλίζω

Ρήμα

πιπιλίζω, πρτ.: πιπίλισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. βυζαίνω
  2. γλείφω κάτι σαν να έχω μια πιπίλα στο στόμα μου (και το λιώνω)
  3. (μεταφορικά) επαναλαμβάνω με σπαστικό και κουραστικό τρόπο κάτι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

πιπιλίζω < (αναδρομικός σχηματισμός) κατά τα γρυλίζω, ψελλίζω < πιθανόν λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo με την επίδραση του μεσαιωνικού ηχομιμητικού πιπίζω [3]

Ρήμα

πιπιλίζω

Αναφορές

  1. πιπιλίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. «με επίδραση του μεσαιωνικού πιπίζω (βυζαίνω, ρουφώ)». Βλ. πιπίλα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

( σελ.300 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία.  Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.