πιπιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πιπιλίζω < μεσαιωνική ελληνική πιπιλίζω[1] < λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo[2]
Βρέφος που πιπιλίζει το δάχτυλό του.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.piˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐πι‐λί‐ζω
Ρήμα
πιπιλίζω, πρτ.: πιπίλισα (χωρίς παθητική φωνή)
- βυζαίνω
- γλείφω κάτι σαν να έχω μια πιπίλα στο στόμα μου (και το λιώνω)
- (μεταφορικά) επαναλαμβάνω με σπαστικό και κουραστικό τρόπο κάτι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιπίλα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιπιλίζω | πιπίλιζα | θα πιπιλίζω | να πιπιλίζω | πιπιλίζοντας | |
| β' ενικ. | πιπιλίζεις | πιπίλιζες | θα πιπιλίζεις | να πιπιλίζεις | πιπίλιζε | |
| γ' ενικ. | πιπιλίζει | πιπίλιζε | θα πιπιλίζει | να πιπιλίζει | ||
| α' πληθ. | πιπιλίζουμε | πιπιλίζαμε | θα πιπιλίζουμε | να πιπιλίζουμε | ||
| β' πληθ. | πιπιλίζετε | πιπιλίζατε | θα πιπιλίζετε | να πιπιλίζετε | πιπιλίζετε | |
| γ' πληθ. | πιπιλίζουν(ε) | πιπίλιζαν πιπιλίζαν(ε) |
θα πιπιλίζουν(ε) | να πιπιλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιπίλισα | θα πιπιλίσω | να πιπιλίσω | πιπιλίσει | ||
| β' ενικ. | πιπίλισες | θα πιπιλίσεις | να πιπιλίσεις | πιπίλισε | ||
| γ' ενικ. | πιπίλισε | θα πιπιλίσει | να πιπιλίσει | |||
| α' πληθ. | πιπιλίσαμε | θα πιπιλίσουμε | να πιπιλίσουμε | |||
| β' πληθ. | πιπιλίσατε | θα πιπιλίσετε | να πιπιλίσετε | πιπιλίστε | ||
| γ' πληθ. | πιπίλισαν πιπιλίσαν(ε) |
θα πιπιλίσουν(ε) | να πιπιλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πιπιλίσει | είχα πιπιλίσει | θα έχω πιπιλίσει | να έχω πιπιλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πιπιλίσει | είχες πιπιλίσει | θα έχεις πιπιλίσει | να έχεις πιπιλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πιπιλίσει | είχε πιπιλίσει | θα έχει πιπιλίσει | να έχει πιπιλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιπιλίσει | είχαμε πιπιλίσει | θα έχουμε πιπιλίσει | να έχουμε πιπιλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πιπιλίσει | είχατε πιπιλίσει | θα έχετε πιπιλίσει | να έχετε πιπιλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιπιλίσει | είχαν πιπιλίσει | θα έχουν πιπιλίσει | να έχουν πιπιλίσει |
| |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- πιπιλίζω < (αναδρομικός σχηματισμός) κατά τα γρυλίζω, ψελλίζω < πιθανόν λατινική pipilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος pipilo με την επίδραση του μεσαιωνικού ηχομιμητικού πιπίζω [3]
Αναφορές
- πιπιλίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- «με επίδραση του μεσαιωνικού πιπίζω (βυζαίνω, ρουφώ)». Βλ. πιπίλα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
( σελ.300 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.