θηλή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θηλή | οι | θηλές |
| γενική | της | θηλής | των | θηλών |
| αιτιατική | τη | θηλή | τις | θηλές |
| κλητική | θηλή | θηλές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θηλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁[1] (θηλάζω, θηλή)
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- θηλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁[1] (θηλάζω, θηλή)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.