πιπίλισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πιπίλισμα | τα | πιπιλίσματα |
| γενική | του | πιπιλίσματος | των | πιπιλισμάτων |
| αιτιατική | το | πιπίλισμα | τα | πιπιλίσματα |
| κλητική | πιπίλισμα | πιπιλίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πιπίλισμα < πιπιλίζ(ω) + -μα
Προφορά
- ΔΦΑ : /piˈpi.li.zma/
Μεταφράσεις
πιπίλισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.