υπόταξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπόταξη | οι | υποτάξεις |
| γενική | της | υπόταξης* | των | υποτάξεων |
| αιτιατική | την | υπόταξη | τις | υποτάξεις |
| κλητική | υπόταξη | υποτάξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υποτάξεως Δείτε και το νεότερο υποτάξη. | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόταξη < καθαρεύουσα ὑπόταξις (ὑπότακ-σις + -ση) < ελληνιστική κοινή ὑπόταξις < ὑπο- + τάξις. Συγχρονικά αναλύεται σε υπό- + τάξη[1]
- για την ταξινομική βαθμίδα (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική subordo → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈpo.ta.ksi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πό‐τα‐ξη
Ουσιαστικό
υπόταξη θηλυκό
- (γραμματική, τρόπος σύνταξης) όπου μια δευτερεύουσα πρόταση συνδέεται και εξαρτάται από μία κύρια ώστε να προσδιοριστεί
- (ταξινομία) άλλη μορφή του υπόταξη
Αναφορές
- υπόταξη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.