camp
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- camp< αρχαία γαλλική < λατινική campus
Ουσιαστικό
camp (en)
- το στρατόπεδο (και μεταφορικά)
- military camp
- concentration camp - στρατόπεδο συγκέντρωσης
- the board is divided into two camps - το διοικητικό συμβούλιο χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα
- ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
- refugee camp - στρατόπεδο (ή καταυλισμός) προσφύγων
- a summer camp for children - καλοκαιρινή παιδική κατασκήνωση
- (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο) η φυλακή ελάχιστου επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, χωρίς ή με στοιχειώδη περίφραξη και με προσανατολισμό την εργασία των φυλακισμένων σε σχετικά προγράμματα αποσχόλησης (από τον όρο prison camp· πλήρης ονομασία: Federal Prison Camp)
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| camp | camps |
camp (fr) αρσενικό
- ο καταυλισμός, η κατασκήνωση
- η παράταξη
- το στρατόπεδο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.