παραταξιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραταξιακός | η | παραταξιακή | το | παραταξιακό |
| γενική | του | παραταξιακού | της | παραταξιακής | του | παραταξιακού |
| αιτιατική | τον | παραταξιακό | την | παραταξιακή | το | παραταξιακό |
| κλητική | παραταξιακέ | παραταξιακή | παραταξιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραταξιακοί | οι | παραταξιακές | τα | παραταξιακά |
| γενική | των | παραταξιακών | των | παραταξιακών | των | παραταξιακών |
| αιτιατική | τους | παραταξιακούς | τις | παραταξιακές | τα | παραταξιακά |
| κλητική | παραταξιακοί | παραταξιακές | παραταξιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- παραταξιακά
- παραταξιακώς
- → δείτε τις λέξεις παράταξη, παρατάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
παραταξιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.