ένταξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένταξη οι εντάξεις
      γενική της ένταξης* των εντάξεων
    αιτιατική την ένταξη τις εντάξεις
     κλητική ένταξη εντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένταξη < ελληνιστική κοινή ἔνταξις < αρχαία ελληνική ἐντάσσω < ἐν + τάσσω

Ουσιαστικό

ένταξη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.