παρατάξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

παρατάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρατάσσω
  2. θα παρατάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρατάσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παρατάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παράταξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.