σχηματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχηματισμός οι σχηματισμοί
      γενική του σχηματισμού των σχηματισμών
    αιτιατική τον σχηματισμό τους σχηματισμούς
     κλητική σχηματισμέ σχηματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχηματισμός < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /sçi.ma.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχηματισμός

Ουσιαστικό

σχηματισμός αρσενικό

  1. η δημιουργία σχήματος, αντικειμένου, κτλ.
  2. η διάταξη με συγκεκριμένους κανόνες
    1. στρατιωτών σε ένα στρατιωτικό τμήμα
    2. πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών
    3. (γλωσσολογία)  δείτε τον όρο αναδρομικός σχηματισμός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη σχήμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.