προσποιητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσποιητός η προσποιητή το προσποιητό
      γενική του προσποιητού της προσποιητής του προσποιητού
    αιτιατική τον προσποιητό την προσποιητή το προσποιητό
     κλητική προσποιητέ προσποιητή προσποιητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσποιητοί οι προσποιητές τα προσποιητά
      γενική των προσποιητών των προσποιητών των προσποιητών
    αιτιατική τους προσποιητούς τις προσποιητές τα προσποιητά
     κλητική προσποιητοί προσποιητές προσποιητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσποιητός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσποιητός < προσποιέομαι / προσποιοῦμαι < προσ- + ποιέομαι / ποιοῦμαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.spi.iˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσποιητός
παλιότερος συλλαβισμός: προσποιητός

Επίθετο

προσποιητός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / προσποιητός προσποιητή τὸ προσποιητόν
      γενική τοῦ/τῆς προσποιητοῦ τῆς προσποιητῆς τοῦ προσποιητοῦ
      δοτική τῷ/τῇ προσποιητ τῇ προσποιητ τῷ προσποιητ
    αιτιατική τὸν/τὴν προσποιητόν τὴν προσποιητήν τὸ προσποιητόν
     κλητική ! προσποιητέ προσποιητή προσποιητόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προσποιητοί αἱ προσποιηταί τὰ προσποιητᾰ́
      γενική τῶν προσποιητῶν τῶν προσποιητῶν τῶν προσποιητῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς προσποιητοῖς ταῖς προσποιηταῖς τοῖς προσποιητοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς προσποιητούς τὰς προσποιητᾱ́ς τὰ προσποιητᾰ́
     κλητική ! προσποιητοί προσποιηταί προσποιητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προσποιητώ τὼ προσποιητᾱ́ τὼ προσποιητώ
      γεν-δοτ τοῖν προσποιητοῖν τοῖν προσποιηταῖν τοῖν προσποιητοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσποιητός < προσποιέομαι / προσποιοῦμαι, προσποιη-+ -τός < προσ- + ποιέομαι / ποιοῦμαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος ποιέω / ποιῶ

Επίθετο

προσποιητός, -ός, -όν και -ός, -ή, -όν

  • ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.