παράταξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | παράταξῐς | αἱ | παρατάξεις |
| γενική | τῆς | παρατάξεως | τῶν | παρατάξεων |
| δοτική | τῇ | παρατάξει | ταῖς | παρατάξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | παράταξῐν | τὰς | παρατάξεις |
| κλητική ὦ! | παράταξῐ | παρατάξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατάξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | παραταξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
παράταξις, -εως θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) τοποθέτηση δίπλα δίπλα στρατιωτών στην πρώτη γραμμή της μάχης
- εκφράσεις: ἐκ παρατάξεως
- παράταξη (όπως για πολιτική παράταξη)
Σύνθετα
- ἀντιπαράταξις
- βρογχοπαράταξις
- συμπαράταξις
Πηγές
- παράταξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.