επίθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίθεση οι επιθέσεις
      γενική της επίθεσης* των επιθέσεων
    αιτιατική την επίθεση τις επιθέσεις
     κλητική επίθεση επιθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίθεσις [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈpi.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επίθεση

Ουσιαστικό

επίθεση θηλυκό

  1. εχθρική ενέργεια με στόχο την εξόντωση ή την εξουδετέρωση του εχθρού, την απόκτηση εδάφους ή αγαθού, κλπ.
  2. η άσκηση έντονης κριτικής εναντίον κάποιου
  3. πολύ ενεργητική κίνηση για την επίτευξη ενός στόχου, ειδικά σε ανταγωνιστικό πλαίσιο
  4. (αθλητισμός) η προσπάθεια μιας ομάδας να σκοράρει (σε αντιδιαστολή με το να αμυνθεί απέναντι στην αντίπαλη ομάδα)
  5. η ενέργεια του επιθέτω

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.