επίθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίθεση | οι | επιθέσεις |
| γενική | της | επίθεσης* | των | επιθέσεων |
| αιτιατική | την | επίθεση | τις | επιθέσεις |
| κλητική | επίθεση | επιθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίθεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίθεσις [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.θe.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί‐θε‐ση
Ουσιαστικό
επίθεση θηλυκό
- εχθρική ενέργεια με στόχο την εξόντωση ή την εξουδετέρωση του εχθρού, την απόκτηση εδάφους ή αγαθού, κλπ.
- η άσκηση έντονης κριτικής εναντίον κάποιου
- πολύ ενεργητική κίνηση για την επίτευξη ενός στόχου, ειδικά σε ανταγωνιστικό πλαίσιο
- (αθλητισμός) η προσπάθεια μιας ομάδας να σκοράρει (σε αντιδιαστολή με το να αμυνθεί απέναντι στην αντίπαλη ομάδα)
- η ενέργεια του επιθέτω
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- επίθεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.