περίκλειστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περίκλειστος | η | περίκλειστη | το | περίκλειστο |
| γενική | του | περίκλειστου | της | περίκλειστης | του | περίκλειστου |
| αιτιατική | τον | περίκλειστο | την | περίκλειστη | το | περίκλειστο |
| κλητική | περίκλειστε | περίκλειστη | περίκλειστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περίκλειστοι | οι | περίκλειστες | τα | περίκλειστα |
| γενική | των | περίκλειστων | των | περίκλειστων | των | περίκλειστων |
| αιτιατική | τους | περίκλειστους | τις | περίκλειστες | τα | περίκλειστα |
| κλητική | περίκλειστοι | περίκλειστες | περίκλειστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περίκλειστος < περικλείω + -τος < αρχαία ελληνική περικλείω
Επίθετο
περίκλειστος, -η, -ο
- κλειστός από όλες τις πλευρές, από κάθε κατεύθυνση
- ※ Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του βουλευτού Τ. Κλαύδιου Λύκου, ο οποίος πέθανε το 147/148 μ.Χ., και σύμφωνα με την επιγραφή της σαρκοφάγου του, η οποία βρέθηκε μετακινημένη, έχτισε μέσα σε δική του γη ένα «κηποτάφιο», δηλαδή έναν περίκλειστο κήπο με δένδρα και λουλούδια, όπου τοποθέτησε σαρκοφάγους, προφανώς της οικογένειάς του και ανδριάντες. (*)
- ↪Το Καζακστάν, μια χώρα χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα, είναι η μεγαλύτερη περίκλειστη χώρα στον κόσμο.
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
περίκλειστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.