μαγευτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαγευτικός | η | μαγευτική | το | μαγευτικό |
| γενική | του | μαγευτικού | της | μαγευτικής | του | μαγευτικού |
| αιτιατική | τον | μαγευτικό | τη | μαγευτική | το | μαγευτικό |
| κλητική | μαγευτικέ | μαγευτική | μαγευτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαγευτικοί | οι | μαγευτικές | τα | μαγευτικά |
| γενική | των | μαγευτικών | των | μαγευτικών | των | μαγευτικών |
| αιτιατική | τους | μαγευτικούς | τις | μαγευτικές | τα | μαγευτικά |
| κλητική | μαγευτικοί | μαγευτικές | μαγευτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαγευτικός < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μαγεύω
Επίθετο
μαγευτικός, -ή, -ό
- (για στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος) που μαγεύει με την ομορφιά του
- μαγευτική νύχτα, μαγευτικό τοπίο
Μεταφράσεις
μαγευτικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.