κατάφυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάφυτος η κατάφυτη το κατάφυτο
      γενική του κατάφυτου της κατάφυτης του κατάφυτου
    αιτιατική τον κατάφυτο την κατάφυτη το κατάφυτο
     κλητική κατάφυτε κατάφυτη κατάφυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάφυτοι οι κατάφυτες τα κατάφυτα
      γενική των κατάφυτων των κατάφυτων των κατάφυτων
    αιτιατική τους κατάφυτους τις κατάφυτες τα κατάφυτα
     κλητική κατάφυτοι κατάφυτες κατάφυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάφυτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάφυτος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + -φυτος

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.fi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάφυτος

Επίθετο

κατάφυτος, -η, -ο

  • γεμάτος βλάστηση, με πολλά φυτά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.