κατάφυτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάφυτος | η | κατάφυτη | το | κατάφυτο |
| γενική | του | κατάφυτου | της | κατάφυτης | του | κατάφυτου |
| αιτιατική | τον | κατάφυτο | την | κατάφυτη | το | κατάφυτο |
| κλητική | κατάφυτε | κατάφυτη | κατάφυτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάφυτοι | οι | κατάφυτες | τα | κατάφυτα |
| γενική | των | κατάφυτων | των | κατάφυτων | των | κατάφυτων |
| αιτιατική | τους | κατάφυτους | τις | κατάφυτες | τα | κατάφυτα |
| κλητική | κατάφυτοι | κατάφυτες | κατάφυτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάφυτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάφυτος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + -φυτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐φυ‐τος
Επίθετο
κατάφυτος, -η, -ο
- γεμάτος βλάστηση, με πολλά φυτά
Συνώνυμα
Αναφορές
- κατάφυτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.