λειμώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λειμώνας | οι | λειμώνες |
| γενική | του | λειμώνα | των | λειμώνων |
| αιτιατική | τον | λειμώνα | τους | λειμώνες |
| κλητική | λειμώνα | λειμώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λειμώνας < αρχαία ελληνική λειμών < λείβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.