παραδεισιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραδεισιακός η παραδεισιακή το παραδεισιακό
      γενική του παραδεισιακού της παραδεισιακής του παραδεισιακού
    αιτιατική τον παραδεισιακό την παραδεισιακή το παραδεισιακό
     κλητική παραδεισιακέ παραδεισιακή παραδεισιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραδεισιακοί οι παραδεισιακές τα παραδεισιακά
      γενική των παραδεισιακών των παραδεισιακών των παραδεισιακών
    αιτιατική τους παραδεισιακούς τις παραδεισιακές τα παραδεισιακά
     κλητική παραδεισιακοί παραδεισιακές παραδεισιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραδεισιακός < ελληνιστική παραδεισιακός < παράδεισος

Επίθετο

παραδεισιακός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.