Πέρσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Πέρσης | οι | Πέρσες |
| γενική | του | Πέρση | των | Περσών |
| αιτιατική | τον | Πέρση | τους | Πέρσες |
| κλητική | Πέρση | Πέρσες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πέρσης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πέρσης < Περσία < Περσίς < αρχαία περσική 𐎱𐎠𐎼𐎿 (Pārsa)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpeɾ.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πέρ‐σης
Κύριο όνομα
Πέρσης αρσενικό (θηλυκό Περσίδα)
- (εθνικό όνομα) ονομασία για τον Ιρανό σε παλαιότερες εποχές
Μεταφράσεις
Πέρσης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- Πέρσης < Περσ(ία) + -ης < Περσίς < αρχαία περσική 𐎱𐎠𐎼𐎿 (Pārsa)
Ουσιαστικό 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πέρσης | οἱ | Πέρσαι |
| γενική | τοῦ | Πέρσου | τῶν | Περσῶν |
| δοτική | τῷ | Πέρσῃ | τοῖς | Πέρσαις |
| αιτιατική | τὸν | Πέρσην | τοὺς | Πέρσᾱς |
| κλητική ὦ! | Πέρσᾰ | Πέρσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πέρσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πέρσαιν | ||
| Η κλητική ενικού του ανδρικού ονόματος είναι Πέρση. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πέρσης αρσενικό
Κύριο όνομα 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Πέρσης | οἱ | Πέρσαι |
| γενική | τοῦ | Πέρσου | τῶν | Περσῶν |
| δοτική | τῷ | Πέρσῃ | τοῖς | Πέρσαις |
| αιτιατική | τὸν | Πέρσην | τοὺς | Πέρσᾱς |
| κλητική ὦ! | Πέρση | Πέρσαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πέρσᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πέρσαιν | ||
| Η κλητική ενικού του εθνωνυμικού είναι Πέρσα. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πέρσης αρσενικό
Πηγές
- Πέρσης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πέρσης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.