ομαδικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομαδικός | η | ομαδική | το | ομαδικό |
| γενική | του | ομαδικού | της | ομαδικής | του | ομαδικού |
| αιτιατική | τον | ομαδικό | την | ομαδική | το | ομαδικό |
| κλητική | ομαδικέ | ομαδική | ομαδικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομαδικοί | οι | ομαδικές | τα | ομαδικά |
| γενική | των | ομαδικών | των | ομαδικών | των | ομαδικών |
| αιτιατική | τους | ομαδικούς | τις | ομαδικές | τα | ομαδικά |
| κλητική | ομαδικοί | ομαδικές | ομαδικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομαδικός < (ελληνιστική κοινή) ὁμαδικός
Επίθετο
ομαδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε μια ομάδα
- το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό παιχνίδι, ενώ το τένις ατομικό
- που απαιτεί τη συνεργασία πολλών ανθρώπων
- οι ποδοσφαιριστές μας επιτέλους έμαθαν να παίζουν ομαδικό παιχνίδι, γι' αυτό και κέρδισαν
- που δεν ανήκει σε ένα άτομο αλλά σε ένα σύνολο
- φρίκη προκάλεσε η ανακάλυψη ομαδικών τάφων στο Κόσοβο
Μεταφράσεις
ομαδικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.