ομαδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομαδικός η ομαδική το ομαδικό
      γενική του ομαδικού της ομαδικής του ομαδικού
    αιτιατική τον ομαδικό την ομαδική το ομαδικό
     κλητική ομαδικέ ομαδική ομαδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομαδικοί οι ομαδικές τα ομαδικά
      γενική των ομαδικών των ομαδικών των ομαδικών
    αιτιατική τους ομαδικούς τις ομαδικές τα ομαδικά
     κλητική ομαδικοί ομαδικές ομαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομαδικός < (ελληνιστική κοινή) ὁμαδικός

Επίθετο

ομαδικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε μια ομάδα
    το ποδόσφαιρο είναι ομαδικό παιχνίδι, ενώ το τένις ατομικό
  2. που απαιτεί τη συνεργασία πολλών ανθρώπων
    οι ποδοσφαιριστές μας επιτέλους έμαθαν να παίζουν ομαδικό παιχνίδι, γι' αυτό και κέρδισαν
  3. που δεν ανήκει σε ένα άτομο αλλά σε ένα σύνολο
    φρίκη προκάλεσε η ανακάλυψη ομαδικών τάφων στο Κόσοβο

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη ομάδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.