ευφυολόγημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ευφυολόγημα τα ευφυολογήματα
      γενική του ευφυολογήματος των ευφυολογημάτων
    αιτιατική το ευφυολόγημα τα ευφυολογήματα
     κλητική ευφυολόγημα ευφυολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευφυολόγημα < (λόγιο) ευφυολογώ, θέμα ευφυολογη- + -μα.[1]  δείτε τις λέξεις ευφυής και λόγος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.fi.oˈlo.ʝi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευφυολόγημα

Ουσιαστικό

ευφυολόγημα ουδέτερο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ευφυής και λόγος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.