ευφυολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευφυολόγημα | τα | ευφυολογήματα |
| γενική | του | ευφυολογήματος | των | ευφυολογημάτων |
| αιτιατική | το | ευφυολόγημα | τα | ευφυολογήματα |
| κλητική | ευφυολόγημα | ευφυολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.fi.oˈlo.ʝi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φυ‐ο‐λό‐γη‐μα
Ουσιαστικό
ευφυολόγημα ουδέτερο
- έξυπνος λόγος, έξυπνο αστείο ή πείραγμα
- ≈ συνώνυμα: ευφυολογία, → δείτε και τις λέξεις αστειολόγημα και αστεϊσμός
Αναφορές
- ευφυολόγημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.