παιδεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παιδεία | οι | παιδείες |
| γενική | της | παιδείας | των | παιδειών |
| αιτιατική | την | παιδεία | τις | παιδείες |
| κλητική | παιδεία | παιδείες | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παιδεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδεία < παιδεύω < παῖς
- για την εκπαίδευση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική éducation
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δεί‐α
- ομόηχο: πεδία, παιδία
- τονικό παρώνυμο: παιδιά (θηλυκό)
Ουσιαστικό
παιδεία θηλυκό
- καλλιέργεια της προσωπικότητας ενός ανθρώπου σε όλους τους τομείς: πνευματικό, ηθικό, σωματικό κ.λπ.
- εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό σύστημα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παιδί
Σύνθετα
-
παιδεία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.