γυμνοπαιδίαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ γυμνοπαιδίαι
      γενική τῶν γυμνοπαιδιῶν
      δοτική ταῖς γυμνοπαιδίαις
    αιτιατική τὰς γυμνοπαιδίᾱς
     κλητική ! γυμνοπαιδίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυμνοπαιδίαι < γυμνο- + παιδιά στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

γυμνοπαιδίαι θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.